- Λέυντεν
- Πόλη της Ολλανδίας. Βλ. λ. Λέιντεν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Στέεν, Γιαν — (Steen). Ολλανδός ζωγράφος (Λέυντεν 1626 1679). Μαθητής και γαμπρός του Γιαν Βαν Γκόγιεν, ανήκε από το 1648 στη συντεχνία των ζωγράφων του Λέυντεν και κατόπιν εργάστηκε διαδοχικά στη Χάγη, στο Ντελφτ, στο Χάαρλεμ και τελικά πάλι στο Λέυντεν.… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Σίτερ, Βίλεμ ντε- — (Sitter). Ολλανδός αστρονόμος (Σνέεκ 1872 Λέυντεν 1934). Αφού εργάστηκε μερικά χρόνια ως βοηθός στο αστεροσκοπείο του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, διορίστηκε, το 1908, στην έδρα της αστρονομίας του πανεπιστήμιου του Λέυντεν και το 1919 ανάλαβε… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
Σίτερ, Γουλιέλμος ντε — (Sitter). Ολλανδός αστρονόμος (1872 1934). Διατέλεσε καθηγητής της αστρονομίας στο πανεπιστήμιο του Λέυντεν (1908) και κατόπιν διευθυντής του αστεροσκοπείου της ίδιας πόλης (1919). Έγινε κυρίως γνωστός για τις επιστημονικές εργασίες του. Ο Σ.… … Dictionary of Greek
Σκαλιζέ, Ιωσήφ Ζυστ — (Scaliger). Γάλλος ουμανιστής ιταλικής καταγωγής (1540 1609). Ήταν καλβινιστής από το 1562. Πήρε μέρος στους θρησκευτικούς πόλεμους στη Γαλλία και μετά τη νύχτα του Άγιου Βαρθολομαίου κατάφυγε στη Γενεύη. Από το 1593 διέμενε στην πόλη Λέυντεν της … Dictionary of Greek
Σπινόζα, Μπαρούχ ντε- — (Spinoza). Ολλανδός φιλόσοφος (Άμστερνταμ 1632 Χάγη 1677), ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος, μαζί με τον Ντεκάρτ και το Λάιμπνιτς, της προκαντιανής ορθολογιστικής φιλοσοφίας. Από εβραϊκή οικογένεια που είχε καταφύγει από την Ισπανία στην Ολλανδία… … Dictionary of Greek
Στεβέν, Σιμόν — (Simon Stevin, εκλατινισμένος σε Stevinus). Φλαμανδός μαθηματικός και φυσικός (Βρύγη 1548 Λέυντεν 1620). Πολιτικός και στρατιωτικός μηχανικός, ένας από τους πρωτοπόρους του δεκαδικού μετρικού συστήματος στον οποίο οφείλεται κατά μέγα μέρος η… … Dictionary of Greek